- Σικυώνιος
- οκάτοικος της Σικυωνίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Σικυώνιος — α, ο / Σικυώνιος, ία, ον, ΝΑ [Σικυών, ῶνος] 1. ο κάτοικος τής Σικυώνας 2. (για πρόσ. ή για πράγμ.) αυτός που κατάγεται από τη Σικυώνα ή αυτός που προέρχεται από τη Σικυώνα (α. «μετὰ Λακεδαιμονίων καὶ Σικυωνίων πρέσβεων», Θουκ. β. «Σικυώνιον… … Dictionary of Greek
Σικυώνιος — Σικυών cucumber bed masc nom sg Σικυώνιος cucumber bed masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σικυώνιος — ία, ον, Α [σίκυος] αυτός που προέρχεται από τον σίκυο, από το αγγούρι («σικυώνιον ἔλαιον», Αέτ.) … Dictionary of Greek
Σικυών — I Αρχαία πόλη της βορειοανατολικής Πελοποννήσου, κοντά στο σημερινό Κιάτο (του οποίου ο δήμος ονομάζεται δήμος Σικυώνας· υπάρχει επίσης και σημερινό χωριό με το όνομα Σικυών) στην περιοχή της Σικυωνίας. Η αρχαία Σικυωνία στη βόρεια πλευρά της… … Dictionary of Greek
Σικυώνι' — Σικυώνια , Σικυών cucumber bed neut nom/voc/acc pl Σικυώνιε , Σικυών cucumber bed masc voc sg Σικυώνιαι , Σικυών cucumber bed fem nom/voc pl Σικυώνια , Σικυώνια women s shoes neut nom/voc/acc pl Σικυώνια , Σικυώνιος cucumber bed neut nom/voc/acc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρατος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο Σολεύς (Σόλοι Κιλικίας περ. 315 – Πέλλα περ. 240 π.Χ.). Ποιητής των αλεξανδρινών χρόνων. Σπούδασε στην Αθήνα όπου συνδέθηκε με φιλία με τον στωικό φιλόσοφο Ζήνωνα. Το 276 π.Χ. ο βασιλιάς της Μακεδονίας… … Dictionary of Greek
αρατός — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο Σολεύς (Σόλοι Κιλικίας περ. 315 – Πέλλα περ. 240 π.Χ.). Ποιητής των αλεξανδρινών χρόνων. Σπούδασε στην Αθήνα όπου συνδέθηκε με φιλία με τον στωικό φιλόσοφο Ζήνωνα. Το 276 π.Χ. ο βασιλιάς της Μακεδονίας… … Dictionary of Greek
Σικυωνία — Σικυωνίᾱ , Σικυών cucumber bed fem nom/voc/acc dual Σικυωνίᾱ , Σικυών cucumber bed fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Σικυωνίᾱ , Σικυώνιος cucumber bed fem nom/voc/acc dual Σικυωνίᾱ , Σικυώνιος cucumber bed fem nom/voc sg (attic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σικυωνίας — Σικυωνίᾱς , Σικυών cucumber bed fem acc pl Σικυωνίᾱς , Σικυών cucumber bed fem gen sg (attic doric aeolic) Σικυωνίᾱς , Σικυώνιος cucumber bed fem acc pl Σικυωνίᾱς , Σικυώνιος cucumber bed fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σικυωνίω — Σικυών cucumber bed masc/neut nom/voc/acc dual Σικυών cucumber bed masc/neut gen sg (doric aeolic) Σικυώνιος cucumber bed masc/neut nom/voc/acc dual Σικυώνιος cucumber bed masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)